- νώτων
- νώ̱των , νῶτονbackneut gen plνῶτοςbackmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CONCHA — I. CONCHA Graece Κόγχη, apud medii aevi Scriptores, culmen dicitur, quô tegebatur Sanctuarium vel Adytum Templi, quod instar Conchae structum esset, nomen adeptum: Habebat enim dimidiati liaemisphaerii figuram, vel quartae partis sphaerae. Paulus … Hofmann J. Lexicon universale
μαξιλαράκι — το 1. μικρό μαξιλάρι, μικρό προσκεφάλι κρεβατιού 2. μικρό μαξιλάρι πολυθρόνας που χρησιμεύει ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως αναπαυτικό στήριγμα τών νώτων 3. πολύ μικρό μαξιλάρι που χρησιμοποιείται από τους ράπτες και τις ράπτριες για να καρφώνουν… … Dictionary of Greek
οπισθοφυλακή — Στρατιωτικό τμήμα ασφάλειας κατά τις μετακινήσεις που έχει σαν αποστολή να προστατεύει τα στρατεύματα που υποχωρούν ή που πορεύονται από το μέτωπο προς τα μετόπισθεν. Βασικός προορισμός της ο. είναι: να συγκρατεί τον εχθρό, που επιτίθεται, σε… … Dictionary of Greek
μανδρίλος — Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandrillus sphinx. Το θηλαστικό αυτό, που έχει μήκος ένα περίπου μέτρο μαζί με την πολύ κοντή ουρά του, διακρίνεται από τα άλλα πρωτεύοντα από το μεγάλο του… … Dictionary of Greek
ἀχαλινώτων — ἀχαλῑνώτων , ἀχαλίνωτος unbridled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)